- ἀμβλυνεῖ
- ἀμβλύνωbluntfut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)ἀμβλύνωbluntfut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμβλύνει — ἀμβλύ̱νει , ἀμβλύνω blunt aor subj act 3rd sg (epic) ἀμβλύ̱νει , ἀμβλύνω blunt pres ind mp 2nd sg ἀμβλύ̱νει , ἀμβλύνω blunt pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обоуродити — ОБОУРО|ДИТИ (3*), ЖОУ, ДИТЬ гл. 1. Притуплять, ослаблять (о чувстве, разуме): тако и старость безъ врѣмене приводить, и чювьство обѹродить помрачаѥть помыслъ. (ἀμβλύνει τὰς αἰσϑήσεις) Изб 1076, 238 об. 2. Лишить чего л., обделить чем л.: Что же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγιογραφία — Ιδιαίτερος κλάδος της ζωγραφικής, του οποίου αποκλειστικό θέμα είναι η ιστόρηση (εικονογράφηση) αγίων προσώπων του χριστιανισμού και θρησκευτικών γενικών παραστάσεων, με προκαθορισμένο τρόπο τεχνικής. Η α. χρησιμοποιείται για την εικονογράφηση… … Dictionary of Greek
αμβλυντικός — ή, ό (Α ἀμβλυντικός, ή, όν) αυτός που μπορεί να αμβλύνει ή να αμβλυνθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλύνω + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
ανεργία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος που, ενώ θέλει και είναι ικανός να εργαστεί, ωστόσο δεν βρίσκει δουλειά. Παρότι, όταν γίνεται λόγος για α., εννοούμε κυρίως την α. των εργατών, των υπαλλήλων ή άλλων μισθωτών, στην οικονομική ζωή μπορεί να… … Dictionary of Greek
βοϊβοντίνα — (Vojvodina). Αυτόνομη περιοχή (21.506 τ. χλμ., 1.946.000 κάτ. το 2000) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της (Νέας) Γιουγκοσλαβίας, Β της Σερβίας. Περιλαμβάνει την κοιλάδα του Δούναβη Ποντουνάβλιε, μέρη της Σιρμίας και της Μπαράνια και τις… … Dictionary of Greek
μάλαγμα — το (AM μάλαγμα) [μαλάσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα νεοελλ. πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη τού πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις… … Dictionary of Greek
μετριαστής — ο [μετριάζω] 1. αυτός που καθιστά κάτι μέτριο, που μετριάζει 2. (για μηχανές) αυτός που ελαττώνει την ταχύτητα ή την καύση 3. (για πρόσ.) αυτός που αμβλύνει την οξύτητα κάποιου ή που καταπραΰνει κάποιον … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek